Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

«Δίκαιο η σύνθετη ονομασία, άδικο η αποκλειστικότητα του όρου “Μακεδονία”»

«Κατ’ αρχάς, το περιεχόµενο της ανακοίνωσης της Ακαδηµίας δεν συζητήθηκε στη συνεδρίαση της Ολοµέλειας», εξηγεί αρχικά. «Προσωπικά, δεν συµφωνώ µε το περιεχόµενό της. Στο παρελθόν, η Ακαδηµία είχε πάρει σαφή θέση για το ζήτηµα του ονόµατος. Συγκεκριµένα, το 2004, µε εισήγηση του σπουδαίου ιστορικού Μιχάλη Σακελλαρίου, η Ακαδηµία πήρε θέση υπέρ µιας σύνθετης ονοµασίας, αλλά σε µια λέξη -νοµίζω ήταν το Novamacedonia. Αυτό δεν είχε δοθεί τότε στη δηµοσιότητα, αλλά εστάλη στον τότε υπουργό Eξωτερικών. Ενώ, λοιπόν, έχουµε πάρει ως Ακαδηµία θέση για το όνοµα, δεν λέµε τώρα ποιο είναι. Αντίθετα, η τωρινή ανακοίνωση απορρίπτει έµµεσα τη σύνθετη ονοµασία, ενώ ταυτόχρονα παραδέχεται ότι και εκεί είναι Μακεδονία. Η Ακαδηµία µπορεί να πάρει θέση σε παρόµοια ζητήµατα, καθώς, εκτός των άλλων, έχει και την αποστολή να διαφωτίζει και να καθοδηγεί, δρώντας συµβουλευτικά, την κυβέρνηση και τους αρµόδιους φορείς. Γι’ αυτό και είµαι υπέρ της ανακοίνωσης. Αλλά όχι αυτής. Το καυτό θέµα είναι να πούµε για το όνοµα -για το οποίο θα πρέπει να υπάρχει, αν όχι οµοφωνία, έστω ισχυρή πλειοψηφία στη συνεδρίαση της Ακαδηµίας», δηλώνει.
Oσο για τη δική του θέση, αυτή είναι σαφής και τεκµηριωµένη:
«Πρέπει να µιλήσουµε ξεκάθαρα για το όνοµα, αφού αυτό είναι και η πηγή του αλυτρωτισµού. Το να ονοµάζεται µία χώρα “Μακεδονία”, όπως η FΥROM, σηµαίνει πως υπάρχει µόνο µία Μακεδονία και είναι αυτή. Τότε, όµως, δηµιουργείται η εντύπωση παγκοσµίως πως ό,τι είναι µακεδονικό ανήκει εκεί. Αυτό αποφεύγεται µε τη σύνθετη ονοµασία, για όλες τις χρήσεις φυσικά, η οποία θα δηλώνει ότι υπάρχει και η άλλη, η ελληνική Μακεδονία», εξηγεί. «Η αποτροπή της αποκλειστικής χρήσης από τη γείτονα χώρα του ονόµατος Μακεδονία, µέσω της σύνθετης ονοµασίας, είναι το σηµαντικότερο κέρδος για τα εθνικά µας συµφέροντα. Και είναι και η µόνη ρεαλιστική λύση. Και διόλου άδικη για την Ελλάδα, αφού η ιστορική και γεωγραφική αλήθεια µάς διδάσκει πως η Μακεδονία, µετά το δεύτερο βαλκανικό πόλεµο, διαµοιράστηκε σε τρία κράτη: Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία, µε µας να έχουµε το µεγαλύτερο κοµµάτι. Την πΓΔΜ τη συµφέρει να εξοµαλυνθούν οι σχέσεις µε την Ελλάδα, καθώς έχει µεγάλη εξάρτηση από µας, πολιτική και οικονοµική. Με ενοχλεί όταν ακούω να λένε “δεν πειράζει, αφού τους ξέρουν ως “Μακεδονία”, ας τους αφήσουµε να τους λένε έτσι”, γιατί έτσι οικειοποιούνται κάθε τι µακεδονικό. Γι’ αυτό λέω ότι είναι δίκαιο µεν να χρησιµοποιείται η σύνθετη ονοµασία και πως θα ήταν άδικο να διεκδικηθεί η αποκλειστικότητα του όρου “Μακεδονία” εκατέρωθεν. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι το FΥROM η µόνη Μακεδονία.»
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, ο ίδιος πιστεύει πως µπορεί να υπάρξει λύση:
«Το πιστεύω, αν και είναι ένα στοίχηµα για τον πολιτικό µας κόσµο. Ξέρουµε πως η Ν.Δ., για παράδειγµα, ήταν πάντοτε υπέρ της σύνθετης ονοµασίας (αυτό δηλαδή που θέλει και τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Ο πατήρ Μητσοτάκης το είχε πει ξεκάθαρα (1992) και οι Κώστας Καραµανλής και Ντόρα Μπακογιάννη (2008). Τώρα, βλέπουµε τους Β. Κικίλια και Αντ. Σαµαρά να πηγαίνουν στα συλλαλητήρια, αλλά και άλλους πολιτικούς ν’ αλλάζουν γνώµη για να προσαρµοστούν µε το λεγόµενο λαϊκό αίσθηµα, αυτό των συλλαλητηρίων. Που σηµαίνει πως, αντί η πολιτική ηγεσία να καθοδηγεί τον κόσµο και να τον ενηµερώσει αντικειµενικά και ψύχραιµα, αφήνεται να καθοδηγείται από ένα συναισθηµατικά διαµορφωµένο λαϊκό αίσθηµα. Ετσι έχουµε µια αντιστροφή της κατεύθυνσης της καθοδήγησης, για λόγους καθαρά µικροπολιτικούς. Θεωρώ πως η υπευθυνότητα απαιτεί να µη συντάσσονται οι ηγεσίες (πολιτική, εκκλησιαστική, πνευµατική -όπως είναι η Ακαδηµία) µε αυτό που θέλει µια µερίδα των πολιτών και να λένε τη γνώµη τους καθαρά, ακόµη κι αν ενδεχοµένως δυσαρεστήσουν αυτή τη µερίδα του κόσµου. Αυτή είναι η υποχρέωσή τους. Και όχι να άγονται και να φέρονται ανάλογα µε το πώς θα µιλήσει το συλλαλητήριο. Ακόµη και ο αρχιεπίσκοπος, που κατά βάση είναι µετριοπαθής και συνετός, ίσως και από την πίεση των ακραίων της ιεραρχίας, αφέθηκε στο να καθοδηγηθεί από τον κόσµο, ενώ έπρεπε να γίνει το αντίθετο.»
Περνώντας στο σκάνδαλο Novartis, ο κ. Σταθόπουλος αρχικά διευκρινίζει πως, για ν’ αλλάξει ο Νόµος περί Ευθύνης Υπουργών, «που είναι µια κακή ρύθµιση», «πρέπει ν’ αλλάξει το Σύνταγµα, µε τη διαδικασία της αναθεώρησης. Είναι ο µόνος τρόπος». Οσο για το ίδιο το σκάνδαλο («γιατί πιστεύω πως είναι σκάνδαλο» όπως µας λέει), θεωρεί πως χρήζει περαιτέρω διερεύνησης:
«Δεν αναφέροµαι σε ποινικές ευθύνες. Σίγουρα, όµως, υπάρχει πολιτική ευθύνη: η φαρµακευτική δαπάνη εκτοξεύτηκε και µε υπερτιµολογήσεις φαρµάκων και µε την υπερκατανάλωση, που επιβάρυνε τα ασφαλιστικά ταµεία. Αυτά τα στοιχεία θα ήθελα να τα ακούσω από την κυβέρνηση -για να καταλάβουµε και το µέγεθος των πολιτικών ευθυνών. Αυτές βέβαια µπορεί να µην οφείλονται σε δόλο, που είναι προϋπόθεση για την ποινική ευθύνη, αλλά στην εύκολη παροχολογία από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας. Από την άλλη, ισχύει το τεκµήριο της αθωότητας. Και η Δικαιοσύνη πρέπει µεν να µείνει απερίσπαστη, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι υπεράνω κριτικής. Η παραποµπή στη Βουλή της υπόθεσης µε τους 10 πολιτικούς προϋποθέτει να «έχουν προκύψει στοιχεία» (όπως ορίζει το Σύνταγµα), φυσικά σοβαρά στοιχεία. Οχι απλώς ν’ ακουστεί το όνοµα ενός υπουργού στην ανάκριση. Χρειάζεται κάποια διασταύρωση, ιδίως όταν το όνοµα υπουργού ακούγεται από ανώνυµο µάρτυρα, που έχει κατά το νόµο µειωµένη αξιοπιστία. Η κατάθεσή του είναι απλώς ενισχυτική άλλων στοιχείων. Αυτά µπορεί να υπάρχουν -δεν το γνωρίζω. Τελικά, η κατάθεση που δηµιουργήθηκε έχει οξύνει υπέρµετρα τα πνεύµατα. Φτάσαµε στο πρωτάκουστο φαινόµενο πρωθυπουργός να µηνύει πρωθυπουργό. Φυσικά και έχει δικαίωµα να προσφεύγει στη Δικαιοσύνη. Αλλά αυτό φανερώνει σε τι οξύτητα, πόλωση και ακραία πολιτική αντιπαράθεση έχουµε φτάσει».
Συντάκτης: Νόρα Ράλλη
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: