Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Γραμμοχώρια: η μνήμη που τελικά δεν κατάφεραν να σβήσουν

      Μπορεί  να ισοπέδωσαν τα σπίτια τους, να γκρέμισαν τα σχολεία τους αλλά τη μνήμη δεν κατάφεραν να τη σβήσουν.  Τη μνήμη που ακόμα φωλιάζει στα ερείπια που έχουν απομείνει αλλά κυρίως στο μυαλό όσων επέστρεψαν σε αυτά προσπαθώντας να ανάψουν ό,τι «καρβουνάκι» της ιστορίας τους απέμεινε από τότε.

     Ο λόγος για τα Γραμμοχώρια (Λιβαδοτόπι -Όμοτσκο, Μονόπυλο -Πελκάτι, Γλυκονέρι -Δράνοβο, Γιαννοχώρι -Γιαννοβένι και Τρίλοφο -Σλίμνιτσα) στα οποία ήταν αφιερωμένη  η ετήσια θεματική εκδήλωση της Eταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (1940-΄74) (ΕΔΙΑ) Κ-Δ Μακεδονίας για τον εμφύλιο πόλεμο που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο Νεστόριο Καστοριάς.
Η εκδήλωση περιελάμβανε τις ομιλίες των  Ραϋμόνδου Αλβανού και Νίκου Θεοδοσίου  με τίτλους  «Τα γραμμοχώρια της Καστοριάς στον σύντομο εικοστό αιώνα» και «Το αόρατο χωριό- οδοιπορικό στις δολοφονημένες μνήμες» αντίστοιχα ενώ στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης προβλήθηκε η ταινία του Ν. Θεοδοσίου «Περιμένοντας τη Ρόζα».  Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι παλιοί αντάρτες του ΔΣΕ Μότσιος Γιάννης, Μότσιος Νίκος, Κατίνα Λατίφη- Τέντα και κάτοικοι των Γραμμοχωρίων που επέστρεψαν και αγωνίζονται τώρα  να αναστήσουν τα χωριά τους.
     Τα χωριά αυτά, σλαβόφωνα επί το πλείστον, που έπαιξαν στρατηγικό ρόλο στην μάχη του Γράμμου το καλοκαίρι του 1948 καταστράφηκαν ολοσχερώς μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου καθώς οι νικητές του θεώρησαν την ύπαρξή τους απειλή για την ασφάλεια του ελληνικού κράτους και κυρίως για την εκκίνηση ενός νέου αντάρτικου…Και στα πέντε αυτά χωριά η πλειοψηφία των κατοίκων είχε καταταγεί στο ΔΣΕ. Χαρακτηριστικό είναι το Γλυκονέρι το οποίο σύμφωνα με μαρτυρία του Γ. Γιαννούλη, διοικητή του αρχηγείου του ΔΣΕ στον Γράμμο κατατασσόταν στην πρώτη θέση από τα χωριά της περιοχής αυτής στην προσφορά τους στον αγώνα. Το 1/3 των κατοίκων σκοτώθηκε.
Ο στρατός περνώντας από τα ερημωμένα πλέον από κατοίκους χωριά ανατίναξε τα πέτρινα σπίτια, έβαλε μπάρες στους δρόμους και εξαφάνισε τα μονοπάτια που οδηγούσαν προς τα εκεί. Τόσο μεγάλο ήταν το μίσος των νικητών για τους ανθρώπους των χωριών αυτών που μέχρι το 1978 τα χωριά αυτά αποτελούσαν απαγορευμένη ζώνη  στην οποία μπορούσες να έχεις πρόσβαση μόνο με την επίδειξη ταυτότητας. Αυτό που μόνο έμεινε να θυμίζει ότι κάποτε εκεί υπήρχε ζωή ήταν μια πινακίδα  η οποία και αυτή «εξαφανίστηκε».
     Όπως μας διηγήθηκε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης της ταινίας «Περιμένοντας τη Ρόζα» Ν. Θεοδοσίου: «Σε εκείνο το ταξίδι προς τα χωριά ξεκινώντας από το Νεστόριο φτάσαμε σε ένα σταυροδρόμι εκεί που έπρεπε να εγκαταλείψουμε τον ασφαλτόδρομο και να πάρουμε τον χωματόδρομο. Μια πινακίδα έδειχνε τα χωριά που θα συναντούσαμε, Λιβαδοτόπι Γιαννοχώρι, Μονόπυλο. Το όνομα του τέταρτου χωριού ήταν σβησμένο όχι από τον χρόνο αλλά από ανθρώπινο χέρι. Πλησίασα κοντά να δω τι γράφει. Σλίμνιτσα. Κόκκινο το σημείο από τις σκουριές σαν πληγή. Στη συνέχεια αυτό το μνημείο της «εθνικής συμφιλίωσης»  εξαφανίστηκε. Δεν μισούσαν το όνομα μισούσαν τους ανθρώπους.»
«Στα χωριά που περάσαμε ήταν όλα ισοπεδωμένα. Ερείπια και μέσα σε αυτά κάλυκες από σφαίρες» πρόσθεσε.
     Η απογραφή που έγινε το 1951 σε σύγκριση με αυτή του 1945 είναι ενδεικτική του ολοκληρωτικού αφανισμού των χωριών αυτών: Γλυκονέρι, 194 κάτοικοι το 1945 / έρημο το 1951. Αντίστοιχα στοιχεία για τα άλλα χωριά: Λιβαδοτόπι, 200 / έρημο, Γιαννοχώρι, 460 / έρημο, Μονόπυλο 297 / 1, Τρίλοφο 345 / 7.
     Όπως χαρακτηριστικά επίσης τόνισε ο Γ. Παπαγρηγορίου εκ μέρους της ΕΔΙΑ   «Ξέρουμε ότι αυτή η πρακτική συνεχίστηκε  σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από τους Αμερικανούς στο Βιετνάμ, ξέρουμε ότι είχαν προηγηθεί οι Ρωμαίοι με τον εξανδραποδισμό και το ξεθεμελίωμα πόλεων   και ξέρουμε ότι αυτή η περίπτωση των Γραμμοχωρίων  είναι μοναδική στην Ελλάδα.». « Ο  εμφύλιος πόλεμος  δεν έκλεψε μόνο ζωές και ολόκληρα χωριά αλλά και τη μνήμη ενός λαού» συμπλήρωσε.
     Στη συνέχεια ο πρόεδρος της ΕΔΙΑ Κ-Δ Μακεδονίας, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης κατά τον χαιρετισμό τόνισε μεταξύ άλλων τον ριζοσπαστικό-κινηματικό ρόλο της «προφορικής ιστορίας» ως «φωνή των αφανών», των πραγματικών δημιουργών της ιστορίας καθώς και την ανάγκη να γραφούν οι «λευκές σελίδες της ιστορίας», που δεν περιλαμβάνονται στο «επίσημο-ηγεμονικό αφήγημα», και κατέληξε: «Καθώς τις τελευταίες ιδιαίτερα δεκαετίες διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα στις επίσημες, τις συλλογικές, τις συχνά τραυματικές προσωπικές μνήμες. Παράλληλα με τη μελέτη της ιστορίας έγινε και η μνήμη ιστορικός τόπος και θέμα διεπιστημονικών μελετών. Η συντήρηση των εθνικών μύθων και ταμπού, η άρνηση να αντιμετωπίσει κανείς με ειλικρίνεια τη σκοτεινή πλευρά της δικής του ιστορίας, στο όνομα της «εθνικής συνοχής» και της «επούλωσης των πληγών», επιτείνουν τον ιστορικό αναλφαβητισμό, ιδιαίτερα της νέας γενιάς που, καθώς δίνει τη μάχη της για το μέλλον, θα πρέπει να «πατάει» στο έδαφος της ιστορικής αλήθειας για το παρελθόν. «Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά» (Μ. Αναγνωστάκης).
     Πρέπει να σημειωθεί ότι η εκδήλωση ήταν επίσης αφιερωμένη στη μνήμη του προέδρου και αντιπροέδρου της ΕΔΙΑ 1940-’74, Νίκου Καλογερόπουλου και Γιάννη Τριάρχου, αγωνιστών της Αντιφασιστικής και Αντιδικτατορικής Αντίστασης που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή. 
 
Ένα «προσωρινό» ταξίδι και η επιστροφή στα ερείπια
     
     Την μνήμη των χωριών τους όπου πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια ήρθαν να αναστήσουν οι κάτοικοι, παιδιά τότε, που το 1948 πέρασαν στην Αλβανία με την βοήθεια του ΔΣΕ ως πολιτικοί πρόσφυγες για να σωθούν από την αγριότητα του εμφυλίου. Το «προσωρινό», όπως θεωρούσαν, αυτό ταξίδι κράτησε τελικά χρόνια μιας και η επιστροφή στην Ελλάδα επετράπη δειλά μετά το 1978 και κυρίως μετά το 1981. Οι πρόσφυγες ως γνωστόν διασκορπίστηκαν σε διάφορες χώρες του ανατολικού μπλοκ, στην Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, ΕΣΣΔ κτλ. Στους περισσότερους από αυτούς αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια  που σε συνδυασμό με το επιχείρημα των ελληνικών κυβερνήσεων ότι έφυγαν από την χώρα όντας κομμουνιστές καθιστούσε αδύνατη για πολλά χρόνια την επιστροφή τους.
     Στην επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε την δεύτερη μέρα σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά Γραμμοχώρια, το Γλυκονέρι, διαπιστώσαμε ότι δεν σώθηκε ούτε καν η εκκλησία του, όπως τουλάχιστον στα άλλα τέσσερα χωριά. Υπάρχουν δύο μόνο κτίσματα:  ένας ξενώνας στα θεμέλια του πρώην σχολείου, που κατασκεύασαν οι κάτοικοι για να έχουν κάπου να μένουν και ένα σπίτι.  Οι καταγόμενοι από το Γλυκονέρι κάτοικοι  ετοίμασαν μια θερμή υποδοχή  στους επισκέπτες και μοιράστηκαν τις μνήμες τους από το «προσωρινό» εκείνο ταξίδι.  
«Μας μάζεψε η οργάνωση και είπε να φύγουν τα παιδιά να πάνε στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Οι γονείς μας πήγαν μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας και ύστερα αυτοί γύρισαν πίσω. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης. Από εκεί πήγαμε σε ένα χωριό της Αλβανίας. Καθίσαμε γύρω στις είκοσι μέρες. Οι Αλβανοί μας πήραν στα σπίτια τους μαζί με τα δικά τους τα παιδιά.  Μετά από είκοσι μέρες μας πήγαν στην Γιουγκοσλαβία σε ένα μοναστήρι. Εκεί δεν μας άφηναν να βγούμε. Κάτι είχε γίνει με τον Τίτο. Μετά μας πήραν με φορτηγά αυτοκίνητα και πήγαμε στην Τσεχοσλοβακία. Γυρίσαμε το 1977. Από το χωριό φύγαμε 1 Απριλίου 1948» 
     «Όταν φύγαμε ήμουν 2 χρονών. Πρώτα  Αλβανία, μετά το `50 Τασκένδη, γυρίσαμε το `79 και ζούμε από τότε εδώ. Πιο πριν δεν μας άφησαν να γυρίσουμε, δεν μας ήθελαν εδώ, δεν είχαμε ιθαγένεια, μας θεωρούσαν κομμουνιστές.» πρόσθεσε η κα Ελένη.
«Ξεκινήσαμε 1 Απριλίου το 1948. Από την οικογένεια μου φύγαμε εγώ και η αδερφή μου. Τα μεγαλύτερα αδέλφια μου ήταν αντάρτες. Αρχικά έφυγαν μόνο τα παιδιά με το λεγόμενο «παιδομάζωμα». Ύστερα έφυγαν και οι άλλοι. Οι κάτοικοι του Γλυκονερίου και της Περιστεράς μείναμε σε ένα χωριό στην Αλβανία. Μετά από 22 μέρες πήγαμε στο Μοναστήρι. Ήμουν 14 χρονών. Από εκεί φύγαμε στην Μοράβα στην Τσεχία σε κάτι στρατώνες. Μας κούρεψαν μας έκαναν μπάνιο, μας έκαναν εξετάσεις. Καθίσαμε δύο μήνες εκεί. Από εκεί αρχίσαμε να χωρίζουμε. Άλλοι πήγαν στην Πολωνία άλλοι έμειναν στην Τσεχία. Πίσω γυρίσαμε μετά 35 χρόνια. Όταν εγώ γύρισα το 83 πήγα στην Περιστερά (χωριό κοντά στο Γλυκονέρι) και βρήκα το σχολείο ακόμη όρθιο. Μετά από λίγες μέρες το έκαψαν και αυτό. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και με την εκκλησία του χωριού. Τώρα δεν έχει μείνει τίποτα μόνο πέτρες και ντουβάρια» σημείωσε ο κ. Παναγιώτης.
     «Το σχολείο στο Γλυκονέρι  χτίστηκε το 37 και κάηκε το 80 όταν ετοιμαζόμασταν να φτιάξουμε τον Σύλλογο. Το πώς κάηκε είναι ένα περίεργο πράγμα» δήλωσε η κ. Ελένη πρόεδρος του συλλόγου Γλυκονερίου μιλώντας μας για τις προσπάθειες ανέγερσης του κτιρίου.  «Κανείς δεν πίστευε ότι θα τα καταφέρουμε.  Πολλοί στις υπηρεσίες που πήγαμε στην Καστοριά για να διεκδικήσουμε την ανέγερση του σχολείου δεν ήξεραν καν για την ύπαρξη του χωριού» πρόσθεσε.
Στο Γλυκονέρι σήμερα εκτός από τον ξενώνα υπάρχει πλέον και ένα μνημείο για τους πεσόντες από το χωριό αυτό κατά την διάρκεια της αντίστασης και του εμφυλίου.  Μόνο που για τους κατοίκους ο διαχωρισμός των δύο αυτών ιστορικών περιόδων… δεν υπήρξε ποτέ. Μάλλον ούτε και η περίφημη «εθνική συμφιλίωση».

Ρεπορτάζ: Σταυρούλα Πουλημένη

Πηγή: alterthess.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: